- παρορᾱτικός
- παρ-ορᾱτικός, ή, όν, zum Übersehen gehörig, geneigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρορατικός — ή, όν, Α [παρορώ] αυτός που έχει την τάση να παραβλέπει, να μην προσέχει όσο πρέπει («παρορατικοὺς τοῡ συμφέροντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παρορατικούς — παρορατικός apt to overlook masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορατικήν — παρορατικός apt to overlook fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)